- απαγής
- ἀπαγής (-οῡς), -ές (AM)μσν.το πολύ μικρό πουλί, ο άπτερος νεοσσόςαρχ.1. αυτός που δεν είναι στερεός, ο σκληρός, ο μαλακός («πῑλοι ἀπαγέες» — μαλακά καλύμματα της κεφαλής, τιάρες—Ηρόδοτος)2. ο μη στερεός, ο υγρός («ὕδωρ... ἀπαγές», Πλούταρχος)3. (για τη σάρκα) πλαδαρός (Διογ. Λαέρτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -παγής < πήγνυμι (πρβλ. ευπαγής, συμπαγής κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.